- συνδυασμός
- ο, ΝΜΑ [συνδυάζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνδυάζω, η τοποθέτηση ορισμένων πραγμάτων κατά ζεύγηνεοελλ.1. διάταξη ή τοποθέτηση πραγμάτων ώστε να αποτελέσουν ένα αρμονικό σύνολο, συνταίριασμα («συνδυασμός χρωμάτων»)2. συσχέτιση ή αλληλεξάρτηση γεγονότων ή περιστατικών που γίνεται κυρίως για την επίτευξη ενός ορισμένου αποτελέσματος ή για τη συναγωγή ενός συμπεράσματος (α. «με κατάλληλο συνδυασμό επιχειρημάτων μπορεί να τόν πείσεις» β. «ο επιτυχής συνδυασμός τών γεγονότων έδωσε στην αστυνομία τη δυνατότητα να βρει τον δράστη τού εγκλήματος»)3. (στην πολιτική) α) σύμπραξη υποψήφιων πολιτευτών διαφορετικών κομμάτων για αμοιβαία υποστήριξη σε εκλογικό αγώναβ) το σύνολο τών υποψηφίων ενός κόμματος ή μιας παράταξης σε εκλογές ή ο κατάλογος τών υποψήφιων βουλευτών τού ίδιου κόμματος που περιλαμβάνονται στο ίδιο ψηφοδέλτιο4. φρ. «συνδυασμοί μ πραγμάτων ανά ν»μαθημ. οι διάφοροι τρόποι με τους οποίους είναι δυνατόν από μ πράγματα να ληφθούν ν πράγματα (μ > ν) με τέτοιο τρόπο ώστε ο κάθε συνδυασμός να διαφέρει από τους άλλους τουλάχιστον ως προς τη φύση ενός από τα πράγματα αυτάμσν.(κατά τον Ιω. Κλίμ.) «τό συλλαλήσαι τῴ πανέντι κατά πάθος ή απαθώς»αρχ.1. γάμος2. ερωτικό σμίξιμο, συνουσία3. (νομ.) η συνεννόηση τού δικαστή με τον έναν από αυτούς που δικάζονται4. στον πληθ. οι συνδυασμοίοι κοινωνικές επαφές, συναναστροφή.
Dictionary of Greek. 2013.